Το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών αποτελεί οργανική εξέλιξη του πρώτου στην ιστορία Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στη χώρα. Με τη σημερινή του ονομασία προήλθε από το χωρισμό του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών και ιδρύθηκε το 1997 (ΠΔ 149/12-6-97, ΦΕΚ 128/12-6-1997). Λειτουργεί ανεξάρτητα από το ακαδημαϊκό έτος 1998-1999. Σύμφωνα με το ιδρυτικό ΠΔ, αποστολή του Τμήματος είναι "η μελέτη και έρευνα της Πολιτικής Επιστήμης και Πολιτικής Ιστορίας, με ιδιαίτερη έμφαση στους επιστημονικούς τομείς της Πολιτικής Θεωρίας, της Πολιτικής Φιλοσοφίας και Ψυχολογίας, της Θεωρίας του Κράτους και των Πολιτικών
Πρακτικών, των Εμπειρικών Μεθόδων στις Κοινωνικές Επιστήμες, της Θεωρίας των Πολιτικών Συστημάτων, της Ευρωπαϊκής και Ελληνικής Πολιτικής Ιστορίας, της συγκρότησης και λειτουργίας Θεσμών και της Θεωρίας των Πολιτικών Κομμάτων".
Για την οργάνωση του πρώτου Προγράμματος Σπουδών του Τμήματος πραγματοποιήθηκε, από κοινού με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, διεθνές συνέδριο με συμμετοχή δεκάδων ειδικών από την ελληνική και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα με θέμα: Κατασκευάζοντας ένα Πρόγραμμα Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες (Αθήνα, 1998).
Το πρώτο Πρόγραμμα Σπουδών του Τμήματος τροποποιήθηκε μερικώς κατά το ακαδημαϊκό έτος 2002-2003, διατηρώντας τη λογική και τους επιστημονικούς προσανατολισμούς υπό τους οποίους συγκροτήθηκε. Πέρα από την ενίσχυση του βασικού κορμού των Υποχρεωτικών μαθημάτων, το νέο πρόγραμμα σπουδών συνεχίζει να μην προσδιορίζεται ενιαία και αυστηρά από το Τμήμα, αλλά επιτρέπει σε κάθε φοιτητή να διαμορφώσει ένα ατομικό πρόγραμμα μαθήσεων που θα θεραπεύει τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις και τις στοχεύσεις του. Χαρακτηριστικό του προγράμματος είναι το άνοιγμά του σε μεμονωμένα μαθήματα ή ομάδες μαθημάτων από άλλα Τμήματα του Παντείου ή άλλων δημοσίων ελληνικών και ευρωπαϊκών πανεπιστημίων -τα λεγόμενα Μαθήματα Εκτός Τμήματος (ΜΕΤ). Αυτή η δυνατότητα, που παρέχει ο νόμος, επιτρέπει να ξεφύγουμε από τον αναγκαστικά πεπερασμένο χαρακτήρα ενός Τμήματος και να επιτύχουμε την ευρύτερη δυνατή επικοινωνία των φοιτητών μας με τα τεκταινόμενα σε άλλα ιδρύματα όπου θεραπεύονται οι κοινωνικές επιστήμες. Με το άνοιγμα αυτό σε άλλα Τμήματα στοχεύουμε και στην έμπρακτη υπονόμευση ενός επιστημονικού αναγωγισμού [αναγωγή όλων των προβλημάτων στη μια και μοναδική επιστήμη ή ερμηνευτική σχολή που ο καθείς θεραπεύει και η υποτίμηση ή απόρριψη όλων των άλλων επιστημών ή ερμηνευτικών προσεγγίσεων] και του έμφυτου στην πράξη της διδασκαλίας δογματισμού, εφόσον θα επιτρέπεται στους κριτικά σκεπτόμενους φοιτητές να επιλέξουν ανάμεσα σε σχολές, ερμηνευτικές προσεγγίσεις ή και διδάσκοντες.
Στο πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος, η Πολιτική Επιστήμη, η Ιστορία, η Κοινωνική και Πολιτική Θεωρία και Φιλοσοφία συνδέονται στενά με πειθαρχίες της Πολιτικής Οικονομίας, του Δικαίου, της Ιστορικής Δημογραφίας, της Κοινωνιολογίας, της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας ή της Πολιτικής Ψυχολογίας. Η Πολιτική Επιστήμη και Ιστορία αντιμετωπίζονται ως κρίσιμες ψηφίδες σε ένα συνεχές αλληλοεπικαλυπτομένων γειτνιάσεων στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών. Δεν επιδιώκεται φυσικά η εγκατάλειψη της εξειδικευμενης γνώσης ούτε η κατάργηση των διαφορών και των διακρίσεων ανάμεσα στις επιστήμες της κοινωνίας και του ανθρώπου. Το Πρόγραμμα Σπουδών, αντίθετα, εκκινώντας από ρητές επιστημονικές πειθαρχίες και ενισχύοντας τα εργαλεία της Πολιτικής Επιστήμης, της Ιστορίας, ή της θεώρησης των κοινωνικών φαινόμενων που θα επιτρέπουν τη μετέπειτα διδακτική στόχευση των φοιτητών, επιδιώκει συνθέσεις σε συγκεκριμένες θεματικές ενότητες [Ελληνικές Σπουδές, Βαλκανικές Σπουδές, Ευρωπαϊκές Σπουδές]. Η διεπιστημονική προσέγγιση εκτός από την οργάνωσή της γύρω από γεωγραφικές ενότητες, επιτρέπει την εις βάθος εξέταση μεγάλων σύγχρονων προβλημάτων που εκδηλώνονται στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο: τα περιβαλλοντικά - οικολογικά προβλήματα, αλλά και όλο το φάσμα των προβλημάτων μαζικής επικοινωνίας που είναι διασυνοριακά και παγκοσμιοποιημένα. Στο επίπεδο της Ιδεολογίας μας απασχολούν ιδιαίτερα μεγάλα προβλήματα -αινίγματα, που επανακάμπτουν, όπως το πρόβλημα του Ρατσισμού, τού| Εθνικισμού, του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και όλων των διαφόρων παραλλαγών συλλογικού φθόνου. Η διεπιστημονική προσέγγιση επιτρέπει την ανίχνευση ζητημάτων ταυτότητας. Στα θέματα αυτά η ιστορία μπορεί να εντοπίζει κανονικότητες και ιδιαιτερότητες στο παρελθόν της ελληνικής, βαλκανικής και ευρωπαϊκής ιστορίας, όπως άλλωστε η κοινωνική ανθρωπολογία τις επιζητεί κυρίαρχα στο παρόν.
Βασική διαπίστωση και μέριμνα του προγράμματος είναι η συστηματική αμφισβήτηση των βεβαιοτήτων που διέπνεαν τις κοινωνικές επιστήμες και τις επιστήμες, γενικότερα, και τις επιπτώσεις τους για τη διδασκαλία και την εκπόνηση ενός προγράμματος σπουδών. Είναι πλέον συλλογικό κεκτημένο η αδυναμία να μιλάμε για απόκλειστικές απολυτότητες της αλήθειας, για ακλόνητες αντικειμενικότητες και μονοσήμαντες ορθολογικότητες. Κι είναι εξίσου αδιέξοδο να υποκύπτουμε στον ανορθολογισμό και τον σχετικισμό που υπονομεύουν την κριτική σκέψη.
Παρά τις δυσκολίες που υπαγορεύουν οι καιροί μας, το Πρόγραμμα Σπουδών του Τμήματος δεν αδιαφορεί για τις μελλοντικές επαγγελματικές προοπτικές των φοιτητών. Στη σημερινή πραγματικότητα, διεθνή, ευρωπαϊκή και ελληνική, κανένα πτυχίο δεν εγγυάται την απασχόληση. Μελέτες συγκριτικές από διεθνείς οργανισμούς έχουν δείξει ότι μονοεπιστημονικά ή αυστηρά εξειδικευμένα προγράμματα σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες τείνουν να αποτύχουν στη διασύνδεση τους με την αγορά εργασίας. Αντίθετα, διεπιστημονικά προγράμματα σπουδών, που θέτουν στο επίκεντρό τους είτε ευρύτερες περιοχές σπουδών [area studies], είτε μεγάλα σύγχρονα προβλήματα -ερωτήματα, -όταν μάλιστα συμβαδίζουν με μια "παιδαγωγική" που εστιάζεται στην μετά γνώσεως αυτενέργεια των φοιτητών/φοιτητριών, ενισχύουν την ίδια την αποτελεσματικότητα στην εύρεση ικανοποιητικής απασχόλησης. Η άσκηση στην ανάγνωση και τη γραφή, η μαθητεία στην απόδελτίωση, την οργάνωση, την ταξινόμηση και την ερμηνεία των πληροφοριών και της γνώσης γενικότερα, είναι που βαραίνουν αποφασιστικά και όχι εάν ο/η πτυχιούχος αισθάνεται "αληθινός" πολιτικός επιστημων ή "καθαρός" ιστορικός,, εκτός βέβαια, εάν πρόκειται να αναπαράγει ως δάσκαλος το αντικείμενο της πολιτικής επιστήμης ή της ιστορίας όπου, όμως, και εκεί θα πρέπει να μάθει πως να προετοιμάζει τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να χειραφετούνται όλο και περισσότερο στην ανίχνευση της γνώσης.
Από τη σκοπιά λοιπόν της απασχόλησης τα μόνα που μπορούμε ίσως να πούμε είναι: α] η αυτονόητη δυνατότητα -ενδεχομένως με μια πρόσθετη παιδαγωγικού περιεχομένου μαθητεία μετά το πτυχίο- συμμετοχής των πτυχιούχων στη δευτεροβάθμια εκπαιδευτική διαδικασία σε μαθήματα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, β] Σε κρατικές υπηρεσίες, γ] σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις που ζητούν νοήμονες και μελετημένους πτυχιούχους γύρω από ευρύτερες γεωγραφικές, ιστορικές και πολιτισμικές ενότητες [Ελληνικές, Βαλκανικές και Ευρωπαϊκές σπουδές], όπου βέβαια συμπληρωματικά στοιχεία όπως ο εις βάθος έλεγχος μίας τουλάχιστον γλώσσας ευρύτατης χρήσης, αλλά και μιας ολιγότερο διαδεδομένης γίνεται πολύ βασικός όρος, δ] σε Ευρωπαϊκούς Θεσμούς με δεδομένο, φυσικά, τον πεπερασμένο αριθμό θέσεων που διεκδικούνται εντόνως ανταγωνιστικά, ε] Με πρόσθετη επαγγελματική μαθητεία και, ενδεχομένως, με έμφαση γύρω από θεματικές περιοχές [Ευρώπη, Βαλκάνια, Τουρκία, Ελλάδα, περιβάλλον, Πολιτισμική ή Εκπαιδευτική πολιτική], μπορεί να δημιουργηθεί προοπτική εργασίας στα ποικίλα μέσα επικοινωνίας [σελίδες συναφείς και εξειδικευμένες θεματικά στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, τηλεοπτικές, ραδιοφωνικές εκπομπές, καθώς και σε εκδοτικούς οίκους, και στ] Η πειθαρχημένη άσκηση στη συλλογή, επεξεργασία δεδομένων και η σύνθεση εργασιών ή αναφορών μπορεί να καταστεί αξιοποιήσιμη σε ένα ευρύ φάσμα εργασιών γραφείου [πάντοτε συνδυαστικά με ξένες γλώσσες και χρήση αποτελεσματική ορισμένων υπολογιστικών προγραμμάτων]. Όμως, οι παραπάνω σκέψεις δεν υποκαθιστούν τη βασική αλήθεια ότι καμιά εγγύηση δεν μπορεί να υπάρχει δεδομένη για τη μετέπειτα επαγγελματική προοπτική των πτυχιούχων του Τμήματος.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΝΟΝΤΑΣ
H λογική του προγράμματος σπουδών στοχεύει προγραμματικά στην "πειθαρχημένη" σύγκρουση με τις προλήψεις, τις συλλογικές ιδεοληψίες, τα στερεότυπα του αυτόθαυμασμού και της μισαλλοδοξίας προς τον άλλο, τον είτε εθνοτικο-θρησκευτικά μειονοτικό εντός της επικράτειας, είτε συνοριακό ξένο και εχθρό, όπως καλλιεργούνται σε όλα τα επίπεδα και τα πεδία της κοινωνίας μας [Πολιτικό, Δημοσιογραφικό, ΜΜΕ, Εκπαιδευτικό, Σχολεία, Πανεπιστήμια]. Παράλληλα πρόθεση μας είναι να διδάξουμε την Ανοχή [διδασκόμενοι κι εμείς οι ίδιοι] απέναντι στις άλλες, τις διαφορετικές θεωρίες, ιδεολογίες, και αντιλήψεις. Διεπιστημονική σύγκλιση, θεωρητικός στοχασμός, συγκριτική θεώρηση, συγκριτική πλαισίωση στους διαφορετικούς ιστορικούς χρόνους και γεωγραφικούς τόπους. Πολιτικό - ιδεολογική ανάλυση και ιστορική σύνθεση είναι το μίγμα των εργαλείων και των ορθολογικών πειθαρχιών που προτείνουμε. Διεκδικούμε μία παιδευτική διαδικασία που θα αφυπνίζει πνεύμα και συνειδήσεις [και πρώτιστα τις δικές μας], και θα ερεθίζει τις περιέργειες γύρω από τα θεμελιώδη κοινωνικοπολιτικά προβλήματα, οικονομικούς και κοινωνικούς σχηματισμούς, κυρίαρχες θεωρητικές διαμάχες και τις προεκτάσεις από τη χρήση ανταγωνιστικών εννοιών. Ο έλεγχος της ερμηνευτικής ισχύος των τελευταίων, εννοιών και θεωριών, γίνεται μέσα από τη χρήση τους στην κατανόηση του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου. Η πειθαρχημένη διεπιστημονικότητα ως διαρκές μέλημα μας στην κατεύθυνση σύγκλισης των κοινωνικοπολιτικών επιστημών μεταξύ τους, αλλά και συνολικά με τις επιστήμες του Ανθρώπου [πρώτιστα για το τμήμα μας την Ιστορία αλλά και την Πολιτική Φιλοσοφία] ως δύναμη "ενιαιοποιητική" στην ανακατασκευή του κοινωνικού όλου και αποτροπής της ομοσπονδιοποίησης. Να πείσουμε και να πειστούμε εμείς οι ίδιοι για τη ζώσα διεπιστημονικότητα της ίδιας της συλλογικής κοινωνικής ζωής και μάλιστα σε εποχή έντασης της [εξαρτημένης ή μη] παγκοσμιοποίησης σε κρίσιμους τομείς και, παραδόξως, ως όρο εκ των ουκ άνευ για την ανάπτυξη της κάθε πειθαρχίας ξεχωριστά. "Ανασυσπείρωση" της πολλαπλής εξειδικευμένης γνώσης, και όχι φυσικά εγκατάλειψή της. Οι επιμέρους διδασκόμενες επιστήμες, πειθαρχίες και θεσμοί -Τομείς και Τμήμα- επιδιώκουμε να λειτουργούν ως γέφυρες, διευκολύνοντας τις διατμηματικές και διαπανεπιστημιακές συνεργασίες [όπως επίσης και με ερευνητές σε ερευνητικά κέντρα] σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο.
Το Πρόγραμμα Σπουδών δείχνει εμπράκτως ότι είναι αδιανόητη η πραγμάτευση των μεγάλων προβλημάτων της εποχής μας και η ερμηνεία σύνθετων κοινωνικών καταστάσεων με μονομερείς απόφάνσεις επιμέρους υποεπιστημών και με εθνοκεντρικές [πολλώ μάλλον εθνικιστικές-ιδεοληπτικές] μυωπικές οπτικές που κατάκλύζουν σήμερα το πολιτικό και δημοσιογραφικό λόγο, αλλά παρατηρούνται -ως ένα βαθμό- και στον πανεπιστημιακό λόγο.